αποκάτω

αποκάτω
κ. -κατου (AM ἀποκάτω)
κάτω από (σε αντίθεση προς το επάνω).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποκάτω — επίρρ. τοπ., κάτω από κάπου: Κρύφτηκε αποκάτω από το τραπέζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκάτω — ἀπό κατόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀπό κατόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκατινός — ή, ό κ. ιανός 1. αυτός που βρίσκεται αποκάτω, κάτω από κάποιον ή κάτι άλλο 2. κατώτερης αξίας, παρακατιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αποκάτω + (παραγ. κατάλ.) ινός] …   Dictionary of Greek

  • υποκείρω — Α 1. κόβω αποκάτω 2. αποκόπτω αποκάτω 3. μτφ. α) κατακρεουργώ, ξεσκίζω («γυπῶν δίκην... ὑποκείρουσι τοὺς χρεώστας», Πλούτ.) β) αφαιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κείρω «κόβω τα μαλλιά»] …   Dictionary of Greek

  • υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια …   Dictionary of Greek

  • υποβαστάζω — υποβάσταξα, υποβαστάχτηκα, υποβασταγμένος 1. βαστάζω αποκάτω, στηρίζω κάτι κρατώντας το αποκάτω, υποστηρίζω: Η σκεπή υποβαστάζεται από δοκάρια. 2. μτφ., συγκρατώ κάποιον να μην πέσει, τον βοηθώ κρατώντας τον: Υποβάσταζαν το μεθυσμένο απ τη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκάτωθε — (Μ ἀποκάτωθεν) 1. από το κάτω μέρος 2. αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. υποκάτωθε(ν)] …   Dictionary of Greek

  • αποκατάρι — το κ. αποκαταριά, η 1. η κάτω επιφάνεια πράγματος 2. η κάτω μυλόπετρα 3. τα αποκατάρια τα τέσσερα εγκάρσια ξύλα του αργαλιού προς το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκάτω + (παραγωγική κατάλ.) άρι] …   Dictionary of Greek

  • αποκατωθιό — (Μ ἀποκατωθιό(ν)) επίρρ. 1. στο κάτω μέρος 2. αποκάτω …   Dictionary of Greek

  • γερός — ή, ό (AM γερός, ά, όν) (για κτήρια) στερεός μσν. νεοελλ. ακέραιος, ολάκαιρος νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. υγιής 2. εύρωστος, ρωμαλέος, δυνατός 3. ικανός, έμπειρος σε κάτι («γερός μάστορας») 4. (για πράγματα) στερεός, ασφαλής, ανθεκτικός 5. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”